πιτσιλάω

πιτσιλάω
πιτσιλάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε ), πιτσίλισα βλ. πίν. 70
——————
Σημειώσεις:
πιτσιλάω : ισχύει η προηγούμενη σημείωση για το πιπιλάω.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιτσυλίζω — και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, άω, Ν πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος τού κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά… …   Dictionary of Greek

  • πιτσιλίζω — πιτσιλίζω, πιτσίλισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. πιτσιλάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”